-
1 ἀμαλδυνω
ἀμαλδυνω (für ἀμαλύνω, von ἀμαλός), eigtl. schwächen, ὄμματα ἀμαλδύνεται Hippocr.; dah. zerstören, Hom. dreimal, τεῖχος ἀμαλδῠναι (ἀμαλδύνας) Iliad. 12, 18. 32, τεῖχος ἀμαλδύνηται 7, 463; – ὑπὸ Διὸς ἀμαλδυνϑήσομαι, ich werde zermalmt werden, Ar. Pax 380; unkenntlich machen, εἶδος H. h. Cer. 94; vgl. Iul. Aeg. 4 (VI, 18) Λαὶς ἀμαλδυνϑεῖσα μορφήν. Bei Ap. Rh. 1, 834 verhehlen, Schol. ἀποκρύπτουσα.
-
2 ἀμαλδύνω
A soften, mitigate,ἐλπωρὴ ἀμαλδύνει κακότητα Q.S.1.73
, cf. 13.401; but in early [dialect] Ep. crush, destroy,τεῖχος ἀμαλδῦναι Il.12.18
; bring low,συμφορὰ ἐσθλὸν ἀμαλδύνει B.13.3
; put an end to,τὴν διὰ τοῦ ὀμφαλοῦ πνοήν Hp.Nat.Puer.17
; use up, squander,χρήματα Theoc.16.59
; weaken,ὀφθαλμούς Cat.Cod.Astr.2.174
:—[voice] Pass.,ὥς κεν.. τεῖχος ἀμαλδύνηται Il.7.463
;ἀμαλδυνθήσομαι Ar. Pax 380
;ὄμματα ἀ. Hp.Mul. 2.201
;ἀ. ἡ δίοδος τῆς γονῆς Id.Genit.2
; (Jul.); neglect, waste, Democr.202.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμαλδύνω
-
3 μητιάω
μητιάω (μῆτις), wie μήδομαι, einen Beschluß, Rath fassen; βουλάς, Il. 20, 153; ἅσσα τε μητιόωσι μετά σφισι, 10, 208; absol., rathschlagen, βουλήν, ἥ ῥα ϑεοῖσιν ἐφήνδανε μητιόωσιν, 7, 45; klüglich ersinnen, erdenken, νόστον Ώδυσσῆϊ μητιόωσα, Od. 6, 14, öfter; κακὰ μητιόωντι, Il. 18, 312; δόλον ἐπί τινι, Ap. Rh. 4, 7. – Auch im med. bei sich ersinnen, beschließen, c. inf., μητιόωντο – τεῖχος ἀμαλδῦναι, Il. 12, 17; absol., φράζεσϑε, ϑεοί, καὶ μητιάασϑε, 22, 174; einzeln bei sp. D. S. μητίομαι.
-
4 μητιαω
(act. только praes. и impf.) тж. med.1) обдумывать(βουλάς Hom.)
2) придумывать, замышлять, затевать(νόστον Ὀδυσσῆϊ, κακά, τεῖχος ἀμαλδῦναι Hom.)
-
5 μητιάω
μητιάω, [dialect] Ep. [ per.] 3pl. μητιόωσι and part. μητιόων, -όωσα, Hom. (v. infr.): [tense] impf.Aμητιάασκον A.R.4.7
:—[voice] Med., [ per.] 3pl. [tense] impf.μητιόωντο Il.12.17
; [ per.] 2pl. imper.μητιάασθε Hom.
(v. infr.); inf. μητιάασθαι ( συμ-) Il.10.197: [tense] fut. μητιάσομαι only in Corn.ND7: ([etym.] μῆτις):—meditate, deliberate,καθήατο μητιόωντες βουλάς Il.20.153
;ἅσσα τε μητιόωσι μετὰ σφίσιν 10.208
;βουλήν, ἥ ῥα θεοῖσιν ἐφήνδανε μητιόωσι 7.45
:— [voice] Med., μητιάασθε, ἠέ.., ἦε .. consider among you whether.., or.., 22.174.2 c.acc.objecti, plan, devise,νόστον Ὀδυσσῆϊ.. μητιόωσα Od.6.14
: c. inf.,δὴ τότε μητιόωντο.. τεῖχος ἀμαλδῦναι Il.12.17
; in bad sense,Ἕκτορι.. κακὰ μητιόωντι 18.312
;θεοὶ κακὰ μητιόωντες Od. 1.234
; δόλον ἐπί τινι A.R.l.c. -
6 ἀμαλδύνω
ἀμαλδύνω, aor. inf. ἀμαλδῦναι, part. - ύνᾶς, pass. pr. subj. ἀμαλδύνηται: crush, efface, τεῖχος. (Il.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀμαλδύνω
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский